- μίλτειος
- μίλτ-ειος, α, ον,A of μίλτος, μ. στάγμα the red mark made by the carpenter's line, ib. 6.103 (Phil.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μίλτειος — μίλτειος, εία, ον (Α) 1. μίλτινος 2. φρ. «μίλτειον στάγμα» η κόκκινη γραμμή που σχηματίζεται από σχοινί βαμμένο με μίλτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μίλτος + κατάλ. ειος (πρβλ. θαλάσσ ειος)] … Dictionary of Greek
μιλτείῳ — μίλτειος of masc/neut dat sg μιλτεί̱ῳ , μιλτεῖον vessel for storing neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)